- αλεπουδάκι
- το [αλεπούδι]το νεογνό τής αλεπούς ή η μικρή αλεπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλωπέκιον — ἀλωπέκιον, το (Α) 1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
αλωπεκιδεύς — ἀλωπεκιδεύς, ο (Α) νεογνό αλεπούς, αλεπούδι, αλεπουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ιδεύς] … Dictionary of Greek
κινάδιον — κινάδιον, τὸ (Α) [κίναδος] 1. αλεπουδάκι 2. απατεωνίσκος … Dictionary of Greek